Όπως κατέθεσε ο σύζυγος της Αγγελικής Παπαθανασοπούλου, Χρήστος Καραπαναγιώτης:
«Στις 2 παρά, η Αγγελική μού τηλεφώνησε εμφανώς πανικόβλητη και μου είπε με έντονο ύφος: "Μας έχουν βάλει φωτιά, θα σε πάρω σε λίγο". Μου το έκλεισε....
Αμέσως μετά την πήρα πίσω και μου είπε:
«Στις 2 παρά, η Αγγελική μού τηλεφώνησε εμφανώς πανικόβλητη και μου είπε με έντονο ύφος: "Μας έχουν βάλει φωτιά, θα σε πάρω σε λίγο". Μου το έκλεισε....
Αμέσως μετά την πήρα πίσω και μου είπε:
"Δεν μπορώ να μιλήσω τώρα. Πνίγομαι". Μου το έκλεισε πάλι. Την πήρα ξανά αλλά δεν το σήκωσε. Με πήρε τη στιγμή που κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να σωθεί. Αφού είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να φύγει από τη φωτιά».
Ο μάρτυρας τόνισε στο δικαστήριο ότι η μοναδική είσοδος - έξοδος του καταστήματος ήταν κλειδωμένη και ότι κανείς από τους υπαλλήλους δεν βγήκε με ορθόδοξο τρόπο. «Τους εξανάγκασαν να ζήσουν ένα φρικτό θάνατο. Εγώ δεν θα τους κρατούσα μέσα να πεθάνουν σαν τα ποντίκια».
Ο υπάλληλος της τράπεζας Γιώργος Γκολιάς κατέθεσε στο δικαστήριο ότι την στιγμή της φωτιάς άκουσε συναδέλφους να ανεβαίνουν τη σκάλα και να φωνάζουν «μας καίνε, μας καίνε» και ότι η ατμόσφαιρα ήταν τόσο αποπνικτική που δεν μπορούσαν ούτε να δουν ούτε να αναπνεύσουν. «Βγήκα σε ένα πολύ μικρό μπαλκόνι, περίπου 30 πόντους, και μέσα στον πανικό μου πήδηξα. Έπεσα στο κενό γιατί το σημείο όπου προσπάθησα να πηδήξω, υποχώρησε. Δεν είχα επιλογή: ή θα έσκαγα ή θα πήδαγα. Θεώρησα ότι είχαν πεθάνει όλοι, γιατί δεν υπήρχε έξοδος κινδύνου για να βγουν. Όλοι κάναμε σπασμωδικές κινήσεις γιατί δεν ξέραμε τί να κάνουμε. Δεν ήμασταν εκπαιδευμένοι. Χάσαμε χρόνο γιατί δεν ξέραμε τί να κάνουμε».
Ο συνάδελφος του κ. Γκολιά, Γιώργος Σταυρογιαννάκης, που εργαζόταν στον τελευταίο όροφο του κτιρίου κατέθεσε ότι βγήκε από την ταράτσα όταν συνάδελφός του έσπασε την καταπακτή. «Το κτίριο δεν είχε άλλη έξοδο πέρα από την κυρία είσοδο. Ήταν σαν να ήμασταν στο εσωτερικό μιας καμινάδας».
Ο μάρτυρας υποστήριξε ότι η τράπεζα δεν αναγνωρίζει την ευθύνη και ότι δεν τους έχει αποζημιώσει, ενώ, όπως κατέθεσε, «σε μία προσωπική συνάντηση που είχαμε λίγες μέρες μετά την επίθεση, με το Δ.Σ. της Marfin, ουσιαστικά μας είπαν ότι έπρεπε να παραβούμε τις εντολές που είχαμε. Μας είπαν τί καθόμασταν για να κλείσουμε ταμείο ή τις επιταγές, ενώ έπρεπε να φύγουμε, τη στιγμή που είχαμε εντολές».
Στη συνάντηση αυτή μετά τον εμπρησμό, αναφέρθηκε και ο υπάλληλος της τράπεζας Σωτήρης Παπατζίκης : «Στη συνάντηση με το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας, ο άνθρωπος για τον οποίο δουλεύαμε, μας είπε γιατί δεν πήραμε την πρωτοβουλία να φύγουμε, παρά τις εντολές που είχαμε να μείνουμε. Ποιός θα τολμούσε εν μέσω κρίσης να κάνει του κεφαλιού του, αναρωτιέμαι...».
Για την υπόθεση δικάζονται για ανθρωποκτονία από αμέλεια και σωματική βλάβη κατά συρροή ο διευθύνων σύμβουλος της Marfin, ο υπεύθυνος ασφαλείας, η διευθύντρια και η υποδιευθύντρια του υποκαταστήματος.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, τα στελέχη της τράπεζας δεν επέτρεψαν την ώρα των επεισοδίων στους υπαλλήλους να φύγουν από το χώρο εργασίας, παρά το γεγονός ότι οι ίδιοι το ζητούσαν. Επίσης, γίνεται αναφορά σε παραλείψεις που εντοπίστηκαν σε θέματα ασφαλείας, που είχαν ως αποτέλεσμα να εγκλωβιστούν και στη συνέχεια να χάσουν τη ζωή τους οι τρεις άτυχοι υπάλληλοι.
Πηγή: ΕΡΤ
Ο μάρτυρας τόνισε στο δικαστήριο ότι η μοναδική είσοδος - έξοδος του καταστήματος ήταν κλειδωμένη και ότι κανείς από τους υπαλλήλους δεν βγήκε με ορθόδοξο τρόπο. «Τους εξανάγκασαν να ζήσουν ένα φρικτό θάνατο. Εγώ δεν θα τους κρατούσα μέσα να πεθάνουν σαν τα ποντίκια».
Ο υπάλληλος της τράπεζας Γιώργος Γκολιάς κατέθεσε στο δικαστήριο ότι την στιγμή της φωτιάς άκουσε συναδέλφους να ανεβαίνουν τη σκάλα και να φωνάζουν «μας καίνε, μας καίνε» και ότι η ατμόσφαιρα ήταν τόσο αποπνικτική που δεν μπορούσαν ούτε να δουν ούτε να αναπνεύσουν. «Βγήκα σε ένα πολύ μικρό μπαλκόνι, περίπου 30 πόντους, και μέσα στον πανικό μου πήδηξα. Έπεσα στο κενό γιατί το σημείο όπου προσπάθησα να πηδήξω, υποχώρησε. Δεν είχα επιλογή: ή θα έσκαγα ή θα πήδαγα. Θεώρησα ότι είχαν πεθάνει όλοι, γιατί δεν υπήρχε έξοδος κινδύνου για να βγουν. Όλοι κάναμε σπασμωδικές κινήσεις γιατί δεν ξέραμε τί να κάνουμε. Δεν ήμασταν εκπαιδευμένοι. Χάσαμε χρόνο γιατί δεν ξέραμε τί να κάνουμε».
Ο συνάδελφος του κ. Γκολιά, Γιώργος Σταυρογιαννάκης, που εργαζόταν στον τελευταίο όροφο του κτιρίου κατέθεσε ότι βγήκε από την ταράτσα όταν συνάδελφός του έσπασε την καταπακτή. «Το κτίριο δεν είχε άλλη έξοδο πέρα από την κυρία είσοδο. Ήταν σαν να ήμασταν στο εσωτερικό μιας καμινάδας».
Ο μάρτυρας υποστήριξε ότι η τράπεζα δεν αναγνωρίζει την ευθύνη και ότι δεν τους έχει αποζημιώσει, ενώ, όπως κατέθεσε, «σε μία προσωπική συνάντηση που είχαμε λίγες μέρες μετά την επίθεση, με το Δ.Σ. της Marfin, ουσιαστικά μας είπαν ότι έπρεπε να παραβούμε τις εντολές που είχαμε. Μας είπαν τί καθόμασταν για να κλείσουμε ταμείο ή τις επιταγές, ενώ έπρεπε να φύγουμε, τη στιγμή που είχαμε εντολές».
Στη συνάντηση αυτή μετά τον εμπρησμό, αναφέρθηκε και ο υπάλληλος της τράπεζας Σωτήρης Παπατζίκης : «Στη συνάντηση με το διοικητικό συμβούλιο της τράπεζας, ο άνθρωπος για τον οποίο δουλεύαμε, μας είπε γιατί δεν πήραμε την πρωτοβουλία να φύγουμε, παρά τις εντολές που είχαμε να μείνουμε. Ποιός θα τολμούσε εν μέσω κρίσης να κάνει του κεφαλιού του, αναρωτιέμαι...».
Για την υπόθεση δικάζονται για ανθρωποκτονία από αμέλεια και σωματική βλάβη κατά συρροή ο διευθύνων σύμβουλος της Marfin, ο υπεύθυνος ασφαλείας, η διευθύντρια και η υποδιευθύντρια του υποκαταστήματος.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, τα στελέχη της τράπεζας δεν επέτρεψαν την ώρα των επεισοδίων στους υπαλλήλους να φύγουν από το χώρο εργασίας, παρά το γεγονός ότι οι ίδιοι το ζητούσαν. Επίσης, γίνεται αναφορά σε παραλείψεις που εντοπίστηκαν σε θέματα ασφαλείας, που είχαν ως αποτέλεσμα να εγκλωβιστούν και στη συνέχεια να χάσουν τη ζωή τους οι τρεις άτυχοι υπάλληλοι.
Πηγή: ΕΡΤ